- θαμπούρα
- η1. η θαμπάδα2. μουσικό όργανο που μοιάζει με την κιθάρα, ο ταμπουράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός. Με τη σημασία 2 βλ. λ. ταμπουράς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek